- άμορφος
- (amorpha). Γένος χαμηλών θάμνων της οικογένειας των χεδρωπών, ιθαγενών της Βόρειας Αμερικής. Έχουν φύλλα επαλλάσσοντα, πτεροσχιδή με φυλλάρια ωοειδή, ακέραια. Τα άνθη τους είναι λευκά, μπλε ή κόκκινα και σχηματίζουν ταξιανθίες. Τα περισσότερα από τα 12 είδη του γένους καλλιεργούνται για καλλωπιστικούς λόγους. Προτιμούν ηλιόλουστα και ξηρά εδάφη. Πολλαπλασιάζονται με σπέρματα ή θερινά μοσχεύματα και παραφυάδες. Το πιο αξιόλογο είδος είναι η α. η θαμνώδης.Έχει λευκά άνθη και καλλιεργείται ως καλλωπιστικό φυτό. Είναι το μοναδικό είδος που προτιμά υγρά εδάφη. Από τον φλοιό της ρίζας του βγαίνει καστανοκόκκινη χρωστική που χρησιμοποιείται για το βάψιμο βαμβακερών υφασμάτων.
* * *-η, -ο (Α ἄμορφος, -ον)αυτός που δεν έχει ορισμένη μορφή, σχήμααρχ.1. αυτός που δεν έχει ωραία μορφή, δύσμορφος, άσχημος2. ταπεινωτικός, ατιμωτικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μορφή.ΠΑΡ. αμορφίααρχ.ἀμόρφωτος, ἀμορφύνω, ἀμορφῶ].
Dictionary of Greek. 2013.